απόξεση

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η (Α ἀπόξεσις) αποξέω
αφαίρεση με ξύσιμο, ξύσιμο, λείανση
νεοελλ.
αφαίρεση υλικού από φυσιολογικές (π.χ. μήτρα) ή παθολογικές κοιλότητες (π.χ. συρίγγιο) του σώματος με ειδικό όργανο (ξέστρο) για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς λόγους.