αραίωμα

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

το (AM ἀραίωμα)
1. η αραίωση
2. κενό διάστημα σε δυο πράγματα, δέντρα κ.λπ.
νεοελλ.
διάστιχο, διάστημα που ρυθμίζει τα κενά μεταξύ των στίχων και των λέξεων
αρχ.
χαλαρή σύσταση σώματος, πλαδαρότητα.