αραίωση
Greek Monolingual
η (AM ἀραίωσις)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) αύξηση της απόστασης μεταξύ τους
2. (για υγρά και αέρια) ελάττωση της πυκνότητας
3. πιο μικρή συχνότητα, σπανιότητα
4. η αύξηση της αναλογίας ενός διαλύτη σε κάποιο διάλυμα με αποτέλεσμα την ελάττωση συγκέντρωσης της διαλυμένης ουσίας ανά μονάδα όγκου
αρχ.
(για σύσταση πραγμάτων) το να είναι κάτι αραιό, χαλαρό, πορώδες.