αραμπατζής

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ο
οδηγός ή ιδιοκτήτης του αραμπά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arabaci].