αραμπατζής

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο
οδηγός ή ιδιοκτήτης του αραμπά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. arabaci].