αραξοβόλι

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

το
1. μέρος απάνεμο στην ακτή, μικρό λιμάνι
2. καταφυγή, καταφύγιο, άσυλο
3. πέτρα που χρησιμεύει για να στερεώνονται τα παραγάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αράζω (άραξα), αναλογικά με το μτγν. ουσ. αγκυροβόλιον, -όλι].