αραχνιάζω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

1. γεμίζω αράχνες
2. μτφ. εγκαταλείπομαι, ερημώνομαι
3. (μτχ. παθ. πρκμ.) αραχνιασμένος, -η, -ο
α) εγκαταλελειμμένος, έρημος
6) απαίσιος, εξαθλιωμένος
γ) όμοιος με τον ιστό της αράχνης.