αρχίφαντος

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

ἀρχίφαντος, ο (Μ)
ο αρχίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -φαντος < φαίνω, -ομαι].