ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
ἀρχίφαντος, ο (Μ)ο αρχίφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -φαντος < φαίνω, -ομαι].