αρχισυνάγωγος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ἀρχισυνάγωγος, ο (Α)
ο αρχηγός της ιουδαϊκής συναγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + συναγωγή < συνάγω.