ασθενικός
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
και αστενικός, -ή, -ό (AM ἀσθενικός, -ή, -όν) ασθενής
1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει
2. ο ανίσχυρος
3. αυτός που προκαλεί ασθένειες.