ασκληπιάδα

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀσκπληπιάς [-άδος]) Ασκληπιός
όνομα φυτού της οικ. Ασκληπιαδίδαι (κοινή ονομασία αγιοκέρι).