αγιοκέρι

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source

Greek Monolingual

το
1. λαμπάδα της εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών
2. το κερί της μέλισσας
3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa της τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + κερί].