ασπιδαποβλής

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

ἀσπιδαποβλής, ο (Α)
ο ρίψασπις, αυτός που σε ώρα μάχης εγκαταλείπει τα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + αποβάλλω].