ασπιδαποβλής
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
ἀσπιδαποβλής, ο (Α)
ο ρίψασπις, αυτός που σε ώρα μάχης εγκαταλείπει τα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + αποβάλλω].