ασπιδοειδής
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
Greek Monolingual
ἀσπιδοειδής, -ές και ἀσπιδόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει σχήμα ασπίδας, που μοιάζει με ασπίδα
2. ο στολισμένος με διακοσμήσεις σε σχήμα φιδιού.