ασυμμετρία

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀσυμμετρία)
η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία
αρχ.
η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο.