ἀσυμμετρία

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμμετρία Medium diacritics: ἀσυμμετρία Low diacritics: ασυμμετρία Capitals: ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: asymmetría Transliteration B: asymmetria Transliteration C: asymmetria Beta Code: a)summetri/a

English (LSJ)

A incommensurability, Arist.Metaph.1061b1.
II disproportion, want of proportion or want of harmony, Pl.Grg. 525a; πρός τι Arist.Mete.380a32: in plural, αἱ τᾶν πράτων δυναμίων ἀ. Ti.Locr.102b.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 inconmensurabilidad en plu. y op. συμμετρία Arist.Metaph.1061b1.
2 falta de proporción o armonía νοσήματα δὲ γίγνεται ... διὰ τὴν ἀσυμμετρίαν τῆς τροφῆς Thphr.CP 3.22.3, cf. Pl.Grg.525a, Plb.9.18.8
c. πρός más ac. δι' ἔνδειαν τοῦ φυσικοῦ θερμοῦ καὶ ἀσυμμετρίαν πρὸς τὸ ὑγρόν Arist.Mete.830a33
en plu. αἱ τᾶν πρατᾶν δυναμίων ἀσυμμετρίαι Ti.Locr.102b.
3 discrepancia περὶ τῆς ἀσυμμετρίας τοῦ κατὰ τὸν Μαρῖνον γεωγραφικοῦ πίνακος Ptol.Geog.1.20 (tít.).

German (Pape)

[Seite 380] ἡ, Mangel an Ebenmaaß, Plat. Gorg. 525 a u. S0.; Incommensurabilität, Mathem.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 manque de proportion ou de symétrie;
2 incommensurabilité.
Étymologie: ἀσύμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμμετρία:
1 несоразмерность (τοῦ ποσοῦ Arst.);
2 несообразность, беспорядочность (τῶν πράξεων Plat.);
3 несоизмеримость (τῆς διαμέτρου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμμετρία: ἔλλειψις συμμετρίας, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 2, 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἔλλειψις ἀναλογίας, ἁρμονίας, ἀσυμμετρίας τε καὶ αἰσχρότητος γέμουσαν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α· πρός τι Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 5. ΙΙΙ. ἀκαιρία, Τίμ. Λοκρ. 102Β.

Greek Monolingual

η (AM ἀσυμμετρία)
η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία
αρχ.
η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο.

Greek Monotonic

ἀσυμμετρία: ἡ, έλλειψη της αναλογίας ή αρμονίας, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀσύμμετρος
want of proportion or harmony, Plat.