ακαιρία

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) άκαιρος
καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία
αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία)
2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. του καιρός)
3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια, αδιακρισία.