ασφαλτώδης
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
Greek Monolingual
-ες (Α ἀσφαλτώδης, -ες)
1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος
2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.