ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
-ες (Α ἀσφαλτώδης, -ες)1. αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτούχος2. αυτός που μοιάζει με άσφαλτο.