ασχολώ
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
ἀσχολῶ (-έω) (Α) άσχολος
1. παρέχω σε κάποιον απασχόληση, εργασία, απασχολώ
2. απασχολούμαι με δικές μου υποθέσεις, εργάζομαι.