ατερπής

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

ἀτερπής, -ές και ἄτερπος, -ον (Α) τέρπω
1. αυτός που δεν παρέχει τέρψη, ο δυσάρεστος
2. όποιος δεν απολαμβάνει κάτι ή δεν ευχαριστιέται με κάτι.