ατμοσφαιρικός
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την ατμόσφαιρα, αυτός που υπάρχει ή ανήκει σ' αυτήν ή προέρχεται από αυτήν
2. φρ. α) «ατμοσφαιρικά παράσιτα» — φυσικά παρασιτικά κύματα που παράγονται από ηλεκτρικές διαταραχές της ατμόσφαιρας
β) «ατμοσφαιρική πίεση» — πίεση που ασκεί ο ατμοσφαιρικός αέρας στα σώματα με τα οποία έρχεται σε επαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμόσφαιρα
πρβλ. αγγλ. atmospheric(al). Η λ. μαρτυρείται από το 1728 στον μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο].