ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
ἀτρεμής, -ές (AM) τρέμω1. αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος2. ήρεμος, ατάραχος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτρεμέςηρεμία, ησυχία.