ατσίγγανος
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
Greek Monolingual
ο Αθίγγανος
1. αθίγγανος, γύφτος, κατσίβελος
2. (συνκδ.) α) αυτός που αλλάζει συνέχεια διαμονή
β) ακάθαρτος, βρόμικος, ακατάστατος
γ) λαίμαργος, πειναλέος
δ) φιλάργυρος, τσιγκούνης
ε) σιδηρουργός, γύφτος, χαλκιάς.