αυλακιάζω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά
2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία»).