αφηγητής

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) αφηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται κάτι
αρχ.
ο οδηγός.