Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφηγητής

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) αφηγούμαι
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται κάτι
αρχ.
ο οδηγός.