τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) αφηγούμαινεοελλ.αυτός που αφηγείται κάτιαρχ.ο οδηγός.