αφορία
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
η (AM ἀφορία) άφορος
1. έλλειψη παραγωγής, έλλειψη ευφορίας, ακαρπία
2. μτφ. έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα
3. ανεπάρκεια, έλλειψη.