αφορία

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

η (AM ἀφορία) άφορος
1. έλλειψη παραγωγής, έλλειψη ευφορίας, ακαρπία
2. μτφ. έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα
3. ανεπάρκεια, έλλειψη.