άφορος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφορος, -ον)
ο δίχως καρπούς ή βλάστηση
αρχ.
1. άγονη, στείρα
2. αυτός που προξενεί ακαρπία
3. αφορολόγητος
4. αφόρητος, ανυπόφορος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)].