αφυπνίζω

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

(AM ἀφυπνίζω) υπνίζω
ξυπνώ κάποιον, κάνω κάποιον να ξυπνήσει
νεοελλ.
ξυπνώ αίσθημα ή πάθος που βρισκόταν σε λήθαργο, διεγείρω, ξεσηκώνω.