αχολογώ

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

(-άω)
αντηχώ, αντιλαλώ
α) «αχολογάει η θάλασσα»
β) «κι αχολογούν βελάσματα κι αχολογούν κουδούνια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αχός «ήχος, βοή» + -λογώ].