αντιλαλώ

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source

Greek Monolingual

(Α ἀντιλαλῶ, -έω)
νεοελλ.
ανακλώ τον ήχο, αντηχώ
2. απηχώ (αμτβ. και μτβ.)
3. συμφωνώ
αρχ.
αντιλέγω ή ομιλώ εναντίον κάποιου.