αχρήμων

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

ἀχρήμων, -ον (Α) χρήμα
αυτός που δεν έχει χρήματα, ο φτωχός.