αψίδωση

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἁψίδωσις) [αψιδώ (-ώνω)]
κατασκευή αψίδας ή σειράς αψίδων
νεοελλ.
κύρτωση, κάμψη.