αὖς

From LSJ

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source

Greek (Liddell-Scott)

αὖς: αὐτός, = οὖς, ὠτός, «αὖς, αὐτός· Κρῆτες καὶ Λάκωνες» Ἡσύχ.· «ὃ γὰρ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες οὖς, ὠτός, ἐκάλουν, τοῦτο Κρῆτες καὶ Λάκωνες... αὖς, αὐτός, ὠνόμαζον· ὡς οὖν παρὰ τὴν ὠτὸς γενικὴν τὸ ὠτίον, οὕτω καὶ παρὰ τὴν αὐτός, τὸ αὐτίον ἐσχημάτισται» Σημείω Κοραῆ ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τ. 2. σ. 345.

Spanish (DGE)

v. οὖς.

German (Pape)

αὐτός, lakon. und kretischοὖς, auris, Ohr.