φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
ion. c. βάλλεο.
βάλλευ: Επικ. αντί βάλλου, Μέσ. προστ. του ρ. βάλλω.