βάλλευ

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

French (Bailly abrégé)

ion. c. βάλλεο.

Greek Monotonic

βάλλευ: Επικ. αντί βάλλου, Μέσ. προστ. του ρ. βάλλω.