βαγόνι
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Greek Monolingual
το
1. σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα
2. συνεκδ. το φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε σιδηροδρομικό όχημα («δυο βαγόνια κάρβουνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagone < (αγγλ.) wagon].