βαγόνι

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

το
1. σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα
2. συνεκδ. το φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε σιδηροδρομικό όχημα («δυο βαγόνια κάρβουνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagone < (αγγλ.) wagon].