βαλάντιο

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

το (AM βαλάντιον, Α και βαλλάντιον)
1. σακούλι για χρήματα, πουγγί
2. χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική γλώσσα (πρβλ. λατ. follis)].