βαλς

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

το
είδος χορού καθώς και το μουσικό κομμάτι που προορίζεται για τον χορό σε μέτρο 3 / 4 ή 3 / 8.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valse < (γερμ.) Walzer].