βαλς

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source

Greek Monolingual

το
είδος χορού καθώς και το μουσικό κομμάτι που προορίζεται για τον χορό σε μέτρο 3 / 4 ή 3 / 8.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valse < (γερμ.) Walzer].