βαμβακέμπορος

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

ο
έμπορος βαμβακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ (-άκι) + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνική Γεωργία].