βαφείο

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

Greek Monolingual

το (AM βαφεῖον) βαφεύς
το εργαστήριο του βαφιά
αρχ.
το σπίτι του βαφιά.