βλάψιμο

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

το βλάπτω
1. βλάβη, ζημιά
2. πληγή
3. ελάττωμα
4. (για την τιμή) προσβολή
5. οι αδιαθεσίες της εγκύου κατά τους πρώτους μήνες της κύησης.