βολικός
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. άνετος, αναπαυτικός
2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»].