εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
1. τρελαίνω2. καταπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. < βουρλίζω, κατά τα συνώνυμα μουρλαίνω, τρελαίνω].