βραδύπνους

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

-ουν (Α βραδύπνοος, -ον)
αυτός που πάσχει από βραδύπνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + -πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. αντίπνοος, άπνοος, εύπνοος κ.ά.)].