βρομόστομα

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

το
1. όποιος εκστομίζει βρομερά λόγια
2. φιλόψογος ή συκοφάντης.