βρωμήεις
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
βρωμήεσσα, βρωμήεν, (βρωμάομαι) brayer, i.e. ass, Nic.Al.409,486.
Spanish (DGE)
-εντος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): βρωμέεις Hdn.Gr.2.921
el rebuznador, el burro βρωμήεντος ... κορύνην Nic.Al.409, fem. βρωμήεντος ἀμελγόμενος Nic.Al.486.
German (Pape)
[Seite 467] ὁ, der Brüllende, Esel, Nic. Al. 409; vom fem. 485.
Greek (Liddell-Scott)
βρωμήεις: εσσα, εν, ὁ ὀγκωμένος, δηλ. ὄνος, Νίκ. Ἀλ. 409,486.