γαληνεύω

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Spanish (DGE)

calmar θάλασσαν Isid.Pel.Ep.M.78.301B.

Greek Monolingual

γαλήνη
1. (για τη θάλασσα και τον καιρό) γίνομαι γαλήνιος, καλμάρω
2. καταπραΰνω, καθησυχάζω κάποιον
3. (αμτβ.) καταπραΰνομαι, ησυχάζω.