γαντζώνω

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

1. πιάνω κάτι με γάντζο
2. πιάνω κάτι σφιχτά με τα χέρια ή τα νύχια
3. κρατιέμαι σφιχτά από κάποιον ή κάτι («γαντζώθηκα απάνω της»).